ἀναφύρω

ἀναφύρω
ἀνα-φύρω [pron. full] [ῡ],
A mix up, confound,

τινάς τισι Them.Or.21.260c

:—[voice] Pass.,

ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103

, cf. Epicur.Fr.250, Metrod.1.
2 defile,

μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157

, cf. E.Ba.742.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναφυρώ — ἀναφυρῶ ( άω) (AM) [φυρώ] αναμιγνύω, ανακατώνω καλά, ζυμώνω …   Dictionary of Greek

  • αναφύρω — (Α ἀναφύρω) [φύρω] 1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω 2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω …   Dictionary of Greek

  • προαναφυρώ — άω, Α διαβρέχω, μουσκεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφυρῶ «αναμιγνύω, ζυμώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναφυρώ — άω, Α συναναφύρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναφυρῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναφύρω — ΜΑ 1. ανακατεύω μαζί 2. παθ. συναναφύρομαι συναναστρέφομαι αρχ. (μέσ. παθ.) α) κυλιέμαι κάπου μαζί με άλλους β) μτφ. κυλιέμαι στη λάσπη, έχω επιλήψιμες συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναφύρω «αναμιγνύω, συγχέω, μιαίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”